ζάλης

ζάλης
ζάλη
squall
fem gen sg (attic epic ionic)
ζαλάω
driving
pres ind act 2nd sg
ζαλάω
driving
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ξεζαλίζω — (Μ ξεζαλίζω) διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα») νεοελλ. 1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαι α) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδίνη — η, ΝΜ μορφή ζάλης που εκφράζεται υποκειμενικά σαν αίσθημα κίνησης τού περιεχομένου τού κρανίου, χωρίς παθογνωμονική σημασία τις περισσότερες φορές, και η οποία εμφανίζεται σε άτομα με αγγειοκινητική αστάθεια, ορθοστατική υπόταση και… …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”